σκεύει

σκεύει
σκεύ̱ει , σκεῦος
vessel: neut nom /voc /acc dual (attic epic )
σκεύ̱εϊ , σκεῦος
vessel: neut dat sg (epic ionic )
σκεύ̱ει , σκεῦος
vessel: neut dat sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκεύει — σκεύ̱ει , σκεῦος vessel neut nom/voc/acc dual (attic epic) σκεύ̱εϊ , σκεῦος vessel neut dat sg (epic ionic) σκεύ̱ει , σκεῦος vessel neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργάσιμος — η, ο (AM ἐργάσιμος, ον και ος, η, ον) [εργασία] ο χρόνος κατά τον οποίο οφείλει ή μπορεί να εργάζεται κανείς («εργάσιμες ώρες γραφείου») αρχ. μσν. (για γη) καλλιεργήσιμος αρχ. 1. αυτός που επιδέχεται κατεργασία («ἐν παντὶ σκεύει ἐργασίμῳ… …   Dictionary of Greek

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”